ξυλόμακερ

ξυλόμακερ
ξῠλό-μακερ, τό, indecl.,
A nutmeg, Alex.Trall.9.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξυλομάκερ — ξυλομάκερ, ερος, τὸ (ΑΜ) το μοσχοκάρυδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + μάκερ / μάκιρ «είδος φυτού»] …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”